- πρωτογέννημα
- τοαυτό που γεννιέται πρώτο, αρχή των καρπών της γης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτογέννημα — το, ΝΜΑ, και πρωτογένημα Α [πρωτογεννῶ] 1. το πρώτο γέννημα 2. συν. στον πληθ. τα πρωτογεννήματα πρώιμοι καρποί που προσφέρονται από τους Εβραίους ως θυσία στον θεό κατά την εορτή τής Πεντηκοστής κατά την οποία αγιάζονται οι καρποί τής γης … Dictionary of Greek
πρωτογένημα — ήματος, τὸ, Α βλ. πρωτογέννημα … Dictionary of Greek
ԱՌԱՋԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0288 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա.գ. πρῶτος primus Ունօղ զառաջնութիւն. առաջին. նախկին. *Յաւուրս հնձոց յառաջաւոր՝ ʼի սկզբան հնձոց գարեաց. ՟Բ. Թագ. ՟Ի՟Ա: 9: ԱՌԱՋԱՒՈՐ. ἁπαρχή, πρωτογέννημα… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆԱԽՆԻ — (նւոյ կամ նոյ, նէ կամ նմէ. նիք, նեաց.) NBH 2 0401 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ա. ἁρχαῖος antiquus, pristinus πρῶτος primus πάτριος patrius προγονικός avitus. Նախն. առաջինն. նախնական. նախկին, հին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)